απάγωτος

απάγωτος
-η, -ο
αυτός που δεν πάγωσε, δεν καταψύχθηκε από φυσική ή τεχνητή αιτία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απάγωτος — η, ο εκείνος που δεν πάγωσε: Τα νερά ήταν απάγωτα, έκανε όμως πολύ κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”